- ἀπολαύῃ
- ἀπολαύωhave enjoyment ofpres subj mp 2nd sgἀπολαύωhave enjoyment ofpres ind mp 2nd sgἀπολαύωhave enjoyment ofpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολεκτίβα — η 1. ομάδα ανθρώπων που μετέχουν από κοινού στην παραγωγή, διαχείριση και απολαυή υλικών αγαθών 2. σύνολο ανθρώπων που μετέχουν από κοινού στην εκτέλεση ενός έργου ή στην εκλήρωση μιας προσπάθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek